Χατζηγιαννάκος Γιώργος
image_pdfimage_print

ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ

16-8-1979 Ο κόσμος γέμισε παράλογους κι αχάριστους. Η ευτυχία περίσσεψε, τα στομάχια ξέχειλα κοπριά και λαιμαργία, ολημερίς ρεύονται βρώμα. Το πνεύμα σε άνυδρη έρημο σκαλίζει την άμμο. Το κορμί βολεύτηκε στην ακολασία, την άρρωστη ζεστασιά του πλούτου. Το δέρμα έγινε επικίνδυνα διάφανο. Τα νύχια, που σ’ άλλ ους χρόνους το χώμα έσκαβαν λεύτερα, λέπτυναν κι αυτά. Στολίδια έγιναν κι άχρηστα σύνεργα στ’ αδούλευτα χέρια. Οι κοιλιές μας μεγάλωσαν, φούσκωσαν περίσσευμα, κι άχρηστο λίπος, ακάθαρτο, τραβώντας τον άνθρωπο με βία, ξανά στο παλιό λίκνο του ζώου. Το μυαλό μας περίσσεψε σοφία, κι αναίσθητη μόρφωση. Ξέχειλο από ιδέες και μελλ ούμενα υπεράνθρωπα έργα. Πλησίασε επικίνδυνα, συνειδητά αδιάντροπα, σαν πόρνη, το...

ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΕΙΣ

02-11-1977 Σιχάθηκα, μ’ έπνιξε το τσιμέντο, η άσφαλτος, το γυαλί και τ’ ατσάλι. Το καυσαέριο, το μουγκρητό της μηχανής, το τσίριγμα των φρένων. Ο διαπεραστικός ήχος του αεροπλάνου. Η γεύση του χλωρίου στο νερό. Η ναυτία της πολυκοσμίας. Της πολυκατοικίας το κυψέλιασμα. Τη μοναξιά ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Του λεωφορείου την μπόχα. Την αδιαφορία του δημοσίου. Τον ωχαδερφισμό του Έλλ ηνα. Τη ζήλεια, τον εγωισμό, τη μοχθηρία, την πονηριά. Το ψέμα των πολιτικών μας. Λαχτάρησα τη μοναξιά του απόμερου, μοναχικού θαλασσόβρεχτου βράχου. Λαχτάρησα το χωρίς σκοπό περπάτημα, σ’ ένα πράσινο, γεμάτο ζωή, δάσος. Το γαργάρισμα του ρυακιού στ’ αυτιά μου. Το κελάηδισμα του αηδονιού, το κράξιμο της κάργιας. Το τρομαγμένο πέταγμα της πέρδικας. Του γερακιού το ζύγιασμα, το θρόισμα της...

ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ

25-9-1976 Κάθε μέρα, το ίδιο μοτίβο, αργοσέρνει στυγνά, τον σκοπό της ζωής μας. Στυγνή κι απάνθρωπη, η ζωή, που μας ανάγκασαν να ζούμε. Εμείς, οι πολλ οί, εμείς η δύναμη της κίνησης του κόσμου. Εμείς, οι φτωχοί, εμείς, που κάθε μέρα, σταλιά σταλιά, αλλ άζουμε τον ιδρώτα μας, την αγωνία μας, τον εξευτελισμό μας, μ’ ένα πιάτο κρύο φαΐ κι ένα φτηνό ρούχο. Μέσα σε πλαίσια και περιθώρια στενά κι απάνθρωπα χαράξαν οι δυνατοί, για μας τους αδύνατους, να ζούμε. Πέταξαν μέσα σ’ αυτά, μόνο για μας, σωσίβια φιλοσοφίες, για τάξεις, αρετές, ηθικότητες, νόμιμη τάξη, κοινωνία με αρχές. Κι άλλ α, για να μην τρελαθούμε. Μας μπόλιασαν, μας έπεισαν, πως είναι μεγάλη αρετή να ’σαι φτωχός κι ασήμαντος, να σε κτυπούν και να μην αντιστέκεσαι, να σε βρίζουν και να υπομένεις, στην άλλ η...

ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ

29-5-1976 Τα χρόνια κύλησαν, οι ιδέες που ανάλαφρα πετούσαν, βάρυναν, ακούμπησαν στη γη. Το ανέμελο της νιότης πέταξε μακριά. Οι έγνοιες πλήθυναν. Ο χρόνος λιγόστεψε. Τα λόγια χόντρυναν, τα πιστεύω μας άλλ αξαν. Η οπτική γωνία του μυαλού μας πήρε καινούργια θέση. Το κενό της ψυχής μας άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, αβάσταχτα γρήγορα, σκαλίζοντας στ’ ανθρώπινα συντρίμμια, να βρει το κομμάτι που του λείπει, να το ταιριάξει όμορφα, χωρίς κενά, χωρίς καλαφατίσματα, όσο το δυνατόν πιο τέλειο να γίνει αυτό το ταίριασμα. Χωρίς σφυριά κι υποχωρήσεις. Τα χρόνια κύλησαν. Χάθηκαν τα αισθήματα. Τα πόδια βάρυναν. Ο αγώνας της ζωής έγινε Απάνθρωπα δύσκολος. Βαρύ το τίμημα της κάθε...

ΚΑΚΙΑ

7-1-1976 Γέμισε ο δρόμος της ζωής μας λύκους. Με μάτια αρρωστημένα κίτρινα κι αφρούς στο στόμα, με την κακία φωλιασμένη στην καρδιά παραμονεύουν ν’ αρπάξουν ότι μπορούν από τις σάρκες σου, κομμάτια απ’ τη ψυχή σου. Κι εσύ, που της ζωής τ’ ανθρώπινο το μονοπάτι έχεις πάρει, μ’ ανθρώπινες ιδέες κι ανθρώπινη καρδιά, πρέπει πολύ κοντά, στο στόμα τους να φτάσεις, για να μπορέσεις να προφυλαχτείς, να κάνεις πίσω ακούγοντας το σιχαμένο γρύλισμα της απληστίας. Μ’ αλίμονο, στο κάθε συναπάντημα, στο κάθε πάλεμα, με τόσους λύκους γύρω σου, κι ένα κομμάτι ιδέα, κι ένα κομμάτι άνθρωπος μένει στο στόμα τους και ματωμένος τριγυρνάς κι αναρωτιέσαι, τι τάχα έκανα; Κι αποκοιμιέσαι....

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

27-9 1971 Τ’ ανέμελα χρόνια της νιότης πέρασαν. Η ατέλειωτη ευφορία του νου καταλάγιασε και στέρεψε σιγά σιγά στο κρεβάτι του πόνου. Μα τ’ όνομα χαράχτηκε για πάντα στους αιώνες. Τα γραφτά του νου, τα όμορφα, έμειναν, κι ήρθαν οι νέοι και τα διάβασαν. Προβληματίστηκαν πάνω σ’ αυτά, και τα κάναν κομμάτι απ’ τη ζωής τους. Και διάβασαν και τ’ όνομα, πού ήταν χρυσό γραμμένο, στο χοντρό εξώφυλλ ο. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Και έτσι γνωρίστηκαν μ’ αυτόν, που μέσα απ’ τη ψυχή του, τα ’βγαλε, και τα ’δωσε απλόχερα στον κόσμο. Για μια ωραία γη και πιο ανθρώπινο τον πόνο. Τον γνώρισαν, απ’ όλες τις πολύπτυχες πλευρές του, γιατί στα χέρια τους τον κράταγαν και τον παρατηρούσαν. Τον μέτραγαν, τον έκριναν, κι ίσως να τον κατηγορούσαν. Μα όλοι πιστοί κι αντίμαχοι, σαν ήρθε η ώρα η...