ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
3-10-1976 Ημέρα. Μ’ άπλετο τριγύρω φως, κινήσαμε για τον μεγάλο αγώνα. Πλυμένοι μ’ αρώματα, κι ολοκάθαρα ρούχα. Κινήσαμε, μ’ ανταριασμένη τη ψυχή, και το βλέμμα ελεύθερο, να κοιτάζει στο άπειρο. Τα πόδια, στέρεα πατούσαν τη γη. Στα μάτια πύρινη φλόγα, και τα χείλη τραγουδούσαν, την καινούργια ιδέα με πάθος. Η ατμόσφαιρα, βάραινε, βάραινε ασταμάτητα. Κι ο ιδρώτας, ποτάμι που έτρεχε, στου κορμιού μας τη ράχη, εξατμίζονταν, απ’ τη φλόγωση της ψυχής μας, την τόσο μεγάλη. Ήταν αδύνατον ν’ αντέξεις άλλ ο την ένταση. Η ιδέα ξεχυνόταν και πλημμύριζε, ποτάμι λεύτερο κι άγριο. Έπρεπε κάπου, σε κάτι, σε κάποιους, που τον δρόμο της έφραζαν, σαν θεριό πληγωμένο κι ελεύθερο με οργή, να ξεσπάσει. Βουή και χαλασμός και ο νόμος ζωσμένος αντίκρυ. Άφρισαν και σπίθισαν οι...
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ
13-4-1978 Ησύχασε τ’ αμόνι. Μονότονα χτυπούσε τόση ώρα, τανκ, τανκ, τανκ, προσπαθώντας να δώσει μορφή και κάποια έκφραση, ο γέρο-μάστορας στ’ άμορφο σίδερο. Ησύχασε τ’ αμόνι. Ο γέρο-μάστορας σκουπίζει τον ιδρώτα του. Καμαρώνει μέσα στη λάμψη των ματιών του, το έργο της τέχνης και του κόπου του. Ησύχασε τ’ αμόνι. Το έργο τελείωσε. Τ’ άψυχο σίδερο πήρε μορφή, μια κάποια μορφή, ξεχώρισε απ’ τ’ άλλ α σίδερα. Έγινε κάτι. Δεν έχει και μεγάλη σημασία τι. Πάντως, ξεχώρισε. Έγινε εργαλείο, στα ζεστά χέρια των ανθρώπων. Πήρε δικό του, κατάδικό του όνομα και σχήμα. Έγινε πένσα, κλειδί, γρανάζι ή μια σβούρα ή ένα ξύλινο πανέμορφο μικρό παιχνίδι, αλογάκι. Έχει τώρα κι αυτό έναν σκοπό, ένα έργο. Ξεχώρισε, ξέφυγε απ’ το ανούσιο στροβίλισμα της...
Τ’ ΑΦΕΝΤΙΚΟ
16-8-1979 Τέλειωσε και σήμερα, δόξα τω Θεώ, η μέρα. Η λάμψη της ηλεκτροσυγκόλλ ησης σταμάτησε. Ο γκρίζος πηχτός καπνός άρχισε να διαλύεται. Τα μάτια κατακόκκινα πονάνε αφόρητα. Λες και μια χούφτα γρέζια, τους πέταξαν κατάμουτρα, και τώρα γδέρνονται, καίγονται, δακρύζουν ασταμάτητα στο κάθε σκίρτημα των βλεφάρων. Είχε να παραδώσει, σήμερα τ’ αφεντικό. Στην πλάτη μας γάβγιζε σαν σκύλος όλη μέρα. Και να νερά και να καφέδες, ολημερίς μας κέρναγε. Και μείς τα πρόβατα τ’ αδύναμα της στάνης του, κολλ ούσαμε ολημερίς, χωμένοι μεσ’ τον κάδο. Μόνο τη λάμψη, στη μύτη του ηλεκτρόδιου βλέπαμε και τίποτ’ άλλ ο, κορμιά, καπνοί και σίδερα, μέσα στων σκουπιδιών τον κάδο, γίναν’ ένα, λιώσανε κόκκαλα, λιώσαν αρμοί. Δεν πρόσεξα τα μάτια μου, με το γυαλί της μάσκας. Φοβόμουνα το...
ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΕΛΙΝΤΑ
21-12-1982 Περίλυπος καθότανε ο μάγειράς μας σήμερα. Παράτησε μονάχο το ταψί του. Κι ήταν στ’ αλήθεια σήμερα, νόστιμο το φαΐ του. Μα κάποιο λάθος έγινε, κάτι στραβά θα πήγε. Γιατί τ’ αρνάκι τέλειωσε, και μείναν μόνες οι πατάτες. Στενοχωρήθηκε ο μάγειράς μας. Όλοι σ’ αυτόν το λάθος ρίξανε. Κανείς τάχα δεν σκέφτηκε, κανείς τάχα δεν πήγε. Τον λόγο τον καλό να πει, να τον παρηγορήσει. Γιατί τ’ αρνί κι αν τέλειωσε, και μείναν μόνες οι πατάτες, κάθε αρχή και δύσκολη, υπομονή, σιγά-σιγά θα...
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
15-3-1986 Κι αυτό το μαύρο με την τσιριχτή φωνή και το μαλλ ί το λιγδιασμένο, μιλά γι’ αγώνες και πολιτική μ’ αέρα κι ύφος παλιού πολιτικάντη. Κι αυτός ο έρμος, εκεί στα δεξιά, με το φρεσκοσπαρμένο μούσι, μιλά κι αυτός για την πολιτική, με κάργα λόγια ελληνικούρες. Κι αυτή εκεί απέναντι, στα πράσινα ντυμένη, ποιός ξέρει τι να σκέφτεται, και πού να είναι ο νους της; Στις αίγες τάχα; Στα ταξίδια τους; Ή στη μητέρα φύση; Κι αυτός εκεί μπροστά, ο φουκαράς, ο έξω από την κλίκα, απλά σαν μίλησε, και είπε. Πώς, τί είναι αυτά που λέγονται; κι αλλ ού απ’ το θέμα, η κουβέντα πάει.. Του όρμηξαν τα πνεύματα, τα μύρια, ξαναμμένα, τον λόγο του ζητήσανε και να επανορθώσει. Με γιούχα τέλος και βρισιές, του κλείσανε το στόμα, και δια βοής, συνοπτικά, μα δημοκρατικότατα, του...
ΜΠΡΟΣΤΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ
13-2-1986 Σ’ εσάς τους μικρούς άδολους, κι ανώνυμους μπροστάρηδες της εργατιάς. Σ’ εσάς, που θύματα και τράγοι διώχνεστε, μαζί σας παίρνοντας την ελπίδα της νίκης σ’ αιτήματα για μια καλύτερη ζωή του εργάτη. Σ’ εσάς ,που σας φορτώνουμε όλοι στις πλάτες τη δική μας δειλία και του φόβου μας την εντροπή. Αντί χλαμύδα ήρωα και σκήπτρο ηγέτη να σας δώσουμε. Μπροστάρηδες της εργατιάς, φλάμπουρα του αγώνα, επαναστάτες, φάροι της σκλαβωμένης ανθρωπιάς. Σ’ εσάς, εμείς, που την τόλμη δεν έχουμε, να πάμε εκεί μπροστά, στη μύτη της λόγχης και στης φωτιάς το πύρωμα, που σε παγώνει. Ας δείξουμε μονάχα έστω λίγο σεβασμό, το ελάχιστο που σίγουρα σ’ εσάς εμείς...