ΦΤΗΝΙΑ

20-9-1979

Πεθάνανε για πάντα τα μεγάλα ιδανικά,
ξαστόχησε ο κόσμος το ωραίο.
Χυδαία γύρω μας του κόσμου η φτιαξιά,
κατάντησε χωρίς ουσία το σπουδαίο.

Φτηνός ο κόσμος μας, φτηνά τα όνειρά του.
Λιγόστεψαν τ’ αστέρια γύρω μας.
Την κάθε νύχτα μας, την κάνουν νύχτα
του θανάτου.

Άδειες καρδιές, γυμνές ψυχές
χωρίς φτερά στις πλάτες,
στριφογυρίζουν άσκοπα, τρελά,
σαν τους νυχτερινούς ξένους διαβάτες.




ΑΓΚΑΘΙΑ

23-9-1983

Δεν είν’ ο κόσμος πράσινο χαλί να περπατήσεις.
Καρφιά κι αγκάθια και γκρεμίσματα,
στολίζουν την κοψιά του.




ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ

23-7-1984

Βολεμένος στην άνεση του καινούργιου αυτοκινήτου μου,
καπνίζοντας τα ξένα τσιγάρα μου, φορώντας το μαύρο γυαλί,
το θαλασσί Lacoste πουκάμισο, το πανάκριβο Sebago στο πόδι,
ο ουρανός πεντακάθαρος, στο ραδιόφωνο οι ειδήσεις του κόσμου.
Ονδούρα, Αφγανιστάν, Βιετνάμ, Χιλή,
Γιαρουζέλσκι, Εβρέν, Αιθιοπία, …
Παιδιά πεινασμένα, καθεστώτα χορτάτα, αγωνιστές νεκροί,
λαοί σκορπισμένοι, διωγμένοι, δαρμένοι,
άνθρωποι φρικτά παραμορφωμένοι, …

Ωχ!! Πάλι τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια, αμάν αυτές οι ειδήσεις.
Κλείσ’ το το ρημάδι, βολέψου πιο βαθιά στο βελουδένιο κάθισμα.
Πιάσε άλλ ο σταθμό, βάλε κασέτα μ’ αμανέδες, με λαϊκά,
να λιγωθεί τ’ αυτί, και το μυαλό στη γλύκα να κολλ ήσει.
Να γίνουν όλα όμορφα, απ’ την μια στιγμή στην άλλ η.
Ωχ αδερφέ, καλά δεν είμαι Εγώ; Βολεμένος, χορτάτος,
φραγκάτος…
Αλήθεια, καλά είμαι;




ΞΕΠΕΣΜΟΣ

17-3-1986

Αλίμονο,
Ελλ άδα μας, τρισεύγενη και χιλιοδοξασμένη.
Τα ρούχα σου τ’ ανάερα σκιστήκανε κουρέλια.
Το βλέμμα σου πικρό, πικρά πλανιέται.
Στέρεψε το πνεύμα σου, κι οι ρίζες σου κομμένες,
και το κορμί σου αδύναμο, λιτό, μόλις κρατιέται.




ΚΑΤΑΝΤΙΑ

18-11-1988

Μικρός λαός
με κομμένα φτερά
τρομαγμένος κοιτά,
την ελπίδα ζητά
στη χαμένη του δόξα.
Δειλά το κεφάλι
να σηκώσει τολμά,
λίγο κάθε φορά
για να πάρει αέρα.
Παραθύρι ανοιχτό
για να μπει λίγο φως,
περιμένει του κάκου.
Το σκοτάδι πηχτό,
αργοσέρνει σκοπό
στον αγέρα πνιχτό,
του θανάτου.
Μοναχός ο καθένας,
τον αέρα γροικά
για ν’ ακούσει η καρδιά,
του τρανού, πολεμάρχου,
τ’ αλόγου το βήμα.
Σπίθες στις πέτρες να βγάζει,
κι αγριεμένο να χλιμιντρά.
Τις πόρτες να σπάσει,
ντουβάρια παντού να σκορπίσει,
φωλιές τα πουλιά
να μη βρουν να κουρνιάσουν.
Κι έτσι μονάχα, μέσα απ’ τη φρίκη,
θε να περάσει,
απ’ το σκοτάδι στ’ αρχέγονο, πάλι, το φως.




ΑΔΕΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

20-1-1999

Τι χρόνια άσχημα, τι χρόνια άδεια.
Χωρίς ελπίδα, χωρίς όνειρα.
Παντού σκοτάδια.
Η ανοησία περίσσεψε.
Η κοινωνία ωρίμασε.
Έτοιμο φρούτο, στις ορέξεις
του κάθε επιτήδειου.
Ηγέτες γέμισαν τον κόσμο,
που ντροπιάζουν τη λέξη.
Καραγκιοζάκια που παίζουν
ρόλους ηρώων, χωρίς ντροπή,
χωρίς αιδώ, με περίσσια θρασύτητα.