Χατζηγιαννάκος Γιώργος
image_pdfimage_print

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ

20-3-1986 Αφτέρουγο κι αδύναμο, σαν τρυφερό βλαστάρι ρόδου, το μικρό μας. Αμάθητο στο πέταγμα, στα χαμηλά γυρίζει, από κλαράκι σε κλαρί κι από δεντρί σε θάμνο, με σπόρους χλόης τρέφεται, με τις δροσοσταλίδες ξεδιψάει, κι αργά στα σίγουρα τρανεύεται και πνεύμα στέρεο φτιάχνει.

ΕΛΠΙΔΑ

9-1-1986 Αέρας, κλεισμένος σε μπαλόνι παιδικό είναι η ελπίδα. Όμορφα παίρνει σχήματα, πολύχρωμα, φουσκώνοντας, με του μυαλού την πίστη. Κάπου όμως, θέλει προσοχή. Είναι μεγάλη η φόρτιση σαν νιώσεις, το είναι σου ολόκληρο να πλημμυρίζει η ελπίδα. Άνοιξε τις βαλβίδες του μυαλού, εκτονώσου, υπάρχουν τ’ άκρα όρια. Μην τα περάσεις ούτε μια στιγμή. Μπαλόνι η ελπίδα, και σαν μπαλόνι σκάει. Άχρωμος κι άπιαστος αέρας, του ονείρου η ελπίδα, θα σκορπίσει, και μόνο, η ανάγκη, που την ελπίδα γέννησε, ίδια κι αληθινή θα μείνει....

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ

30-8-1983 Η μάνα μας, σαν ερχόταν η άνοιξη με την πρωτομαγιά της, μας έδενε στο δαχτυλάκι του χεριού μια βέρα. Μια βέρα από κόκκινη κλωστή, στριφτά πλεγμένη μ’ άσπρη. Να μη σας κάψει ο ήλιος, έλεγε, που απ’ εδώ και μπρος θα είναι δυνατός, θα καίει, θα σας μαυρίσει, και θα σας κάνει αγνώριστους, σαν γύφτους. Κι εγώ θυμάμαι ακόμα τη χαρά, που ’νιωθα τότε, μέσα μου βαθιά, ένα ξαλάφρωμα, κάτι σαν νίκη. Ίσως την αγωνία των μεγάλων να ’νιωθα, απ’ τις στερήσεις του χειμώνα. Ερχότανε το καλοκαίρι το ξαλάφρωμα. Ο καινούργιος αγώνας, με τα χώματα. Κι έτρεχα χαρούμενος στον κάμπο του χωριού μας, που καταπράσινος κυμάτιζε σαν θάλασσα από τα φυτρωμένα στάρια στα χωράφια. Κι ο αέρας μοσχοβόλαγε δροσιά και τρυφεράδα. Κι έτρεχα μέσα στον ήλιο, δεν τον φοβόμουν πια, είχα της...

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

25-11-1980 Πρωτόγνωρο κι άγουρο γύρω το σκοτάδι. Στην πάχνη ακούμπησε και στο χορτάρι τ’ ολόγιομο ξανθό, του χειμωνιά φεγγ άρι. Τριζοβολά στο τζάκι το πουρνάρι, κι ο αγέρας άραξε στο δάσος και λυσσάει. Αραδιαστά τα εγγ όνια στο πατάρι, ακούνε τον παππού να ξεκινάει ξανά ένα κομμάτι απ’ τα παλιά, κι η νύχτα στ’ όνειρο περνάει.  

ΘΑΡΡΟΣ

16-8-1979 Κι εσείς, που της φωτιάς το αντιφέγγ ισμα, σαν τ’ άγριο σκυλί φοβάστε, ταρακουνήστε το μυαλό, κουνήστε βίαια κάθε κρυφή μες στο κορμί σας ίνα. Ορθώστε το κορμί, δώστε ελπίδα στη ψυχή σας. Τινάξτε ξέφρενα το βήμα σας μπροστά, μέσα στη νύχτα, καλύτερα σε βάραθρο βαθύ, μ’ ελπίδα να χαθείς, παρά ακίνητος, χωρίς απόφαση, νεκρός, μπροστά στον φόβο του χαμού, κάθε στιγμή ν’ αργοπεθαίνεις....

ΨΑΡΟΝΤΟΥΦΕΚΟ

28-9-1977 Την αγριάδα του βυθού θαυμάζω, και τ’ ανακάτεμα των βράχων, που χρόνια αμέτρητα στις ίδιες θέσεις ριγμένοι αργοπεθαίνουν, στο σφιχταγκάλιασμα της θάλασσας και στο τραγούδι τ’ αλάργο των κυμάτων.