ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ

25-12-2010

Δεν θέλω τις σταγόνες της ζωής
τις τελευταίες να ρουφήξω.
Δεν θέλω ανήμπορος μισόνεκρος
να σέρνομαι στα πόδια της ζωής
σαν είλωτας, ζωή παρακαλώντας.

Σαν του γλυκού κρασιού το τελείωμα
στον πάτο βαρελιού μου μοιάζουν.
Γεμάτες πίκρες και στιγμές στυφές
τα κατακάθια αυτά συνήθως βγάζουν.

Γιατί λοιπόν την πίκρα αυτή
σαν άπληστος να θέλω να ρουφήξω;
Ποιό κέρδος, ποια χαρά,
σερνάμενος να δώσω και να πάρω;

Όλα στην ώρα τους, όλα με μέτρο.
Του κόσμου αυτού τα πράγματα
κι’ άσχημα αν είναι παίρνουν χάρη,
από ένα όρθιο κορμί κι ένα μυαλό ξουράφι.

Μονάχα την ανάμνηση τ’ ανήμπορου
κι αδύναμου στο τέλος-τέλος,
δεν θα ’θελα ν’ αφήσω
μέσα στη σκέψη αυτών π’ αγάπησα
κι αυτοί στ’ αλήθεια μ’ αγαπήσαν.

Θέλω,
μοίρα καλή, πιστή συντρόφισσα
μια μέρα, ηλιόφωτη, μέσ’ στη χαρά,
ολόρθος και περήφανος
σαν άνθρωπος σωστός
τον κόσμο αυτόν ν’ αφήσω.

Και εσείς που τώρα αυτά διαβάζετε
μην πείτε πως τρελάθηκα
και γράφω αηδίες
και πως χαρούμενος για τη ζωή αυτή,
μ’ εγγ όνια και παιδιά, δεν είμαι.

Έχω τας φρένας στο μυαλό
και το δηλώνω ευθέως,
ποτέ μου δεν εδείλιασα
ούτε και τώρα σας ορκίζομαι
τον χάροντα φοβάμαι.

Και σε σας αγαπημένοι μου,
αφήνω την ευχή μου.
Ν’ αγαπάτε τη γλυκιά ζωή,
να ζείτε, να χαρείτε,
περήφανοι να στέκεστε,
τον θάνατο ολόρθοι
με καλά γεράματα, να τον υποδεχθείτε.




ΧΑΡΑ ΜΟΥ

1-12-2010

Κόψε τα τριαντάφυλλ α
και καν’ τα δαχτυλίδι
στη μέση σου να τα φοράς,
να γίνονται στολίδι.

Κόψε της γης τα λούλουδα
στεφάνι στα μαλλ ιά σου
της μέλισσας το πέταγμα
στα περπατήματά σου.

Να σε κοιτώ καμάρι μου,
ν’ ανοίγει η καρδιά μου,
να σε φιλά το στόμα μου,
να μ’ αγαπάς χαρά μου.

Να μ’ αγαπάς να σ’ αγαπώ
πιασμένοι χέρι χέρι
τον κόσμο να γυρίσουμε
κι όλα της γης τα μέρη.




ΦΤΗΝΙΑ

20-9-1979

Πεθάνανε για πάντα τα μεγάλα ιδανικά,
ξαστόχησε ο κόσμος το ωραίο.
Χυδαία γύρω μας του κόσμου η φτιαξιά,
κατάντησε χωρίς ουσία το σπουδαίο.

Φτηνός ο κόσμος μας, φτηνά τα όνειρά του.
Λιγόστεψαν τ’ αστέρια γύρω μας.
Την κάθε νύχτα μας, την κάνουν νύχτα
του θανάτου.

Άδειες καρδιές, γυμνές ψυχές
χωρίς φτερά στις πλάτες,
στριφογυρίζουν άσκοπα, τρελά,
σαν τους νυχτερινούς ξένους διαβάτες.




ΣΤΗΝ ΠΩΛΙΝΑ, ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ

22-11-2009

Σαν το μολύβι πιάσει ο άνθρωπος,
και της ψυχής του ξεκινά τα εσώψυχα
σ’ ένα λευκό χαρτί, να ζωγραφίσει φωναχτά.
Χωρίς τη δύναμη την απαράμιλλ η της διάθλασης.

Χωρίς καμβάδες και χρωματισμών βοήθεια.
Λέμε τότε απλά, ο άνθρωπος αυτός,
πως γράφει ποίηση.
Η ποίηση δεν έχει ιστορικό, δεν έχει δρόμο,
δεν έχει στόχο, ούτε ξεκάθαρο σκοπό.

Μον’ της ψυχής τ’ αντάριασμα γροικά,
και στο μυαλό ασυγκράτητα νιώθει
την πίεση μιας στιγμιαίας γέννας.




ΑΓΚΑΘΙΑ

23-9-1983

Δεν είν’ ο κόσμος πράσινο χαλί να περπατήσεις.
Καρφιά κι αγκάθια και γκρεμίσματα,
στολίζουν την κοψιά του.




ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ

23-7-1984

Βολεμένος στην άνεση του καινούργιου αυτοκινήτου μου,
καπνίζοντας τα ξένα τσιγάρα μου, φορώντας το μαύρο γυαλί,
το θαλασσί Lacoste πουκάμισο, το πανάκριβο Sebago στο πόδι,
ο ουρανός πεντακάθαρος, στο ραδιόφωνο οι ειδήσεις του κόσμου.
Ονδούρα, Αφγανιστάν, Βιετνάμ, Χιλή,
Γιαρουζέλσκι, Εβρέν, Αιθιοπία, …
Παιδιά πεινασμένα, καθεστώτα χορτάτα, αγωνιστές νεκροί,
λαοί σκορπισμένοι, διωγμένοι, δαρμένοι,
άνθρωποι φρικτά παραμορφωμένοι, …

Ωχ!! Πάλι τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια, αμάν αυτές οι ειδήσεις.
Κλείσ’ το το ρημάδι, βολέψου πιο βαθιά στο βελουδένιο κάθισμα.
Πιάσε άλλ ο σταθμό, βάλε κασέτα μ’ αμανέδες, με λαϊκά,
να λιγωθεί τ’ αυτί, και το μυαλό στη γλύκα να κολλ ήσει.
Να γίνουν όλα όμορφα, απ’ την μια στιγμή στην άλλ η.
Ωχ αδερφέ, καλά δεν είμαι Εγώ; Βολεμένος, χορτάτος,
φραγκάτος…
Αλήθεια, καλά είμαι;