Χατζηγιαννάκος Γιώργος

ΜΙΣΟΣ

image_pdfimage_print
4-2-1989

Πώς να μην γεννηθεί το μίσος, στις καρδιές των εργατών.
Πώς να μην γεννηθεί κακία στις ψυχές τους.
Όταν για λίγα ψίχουλα, φτηνά, κάνουνε τράμπα τη ζωή τους.
Κάθε πρωί σαν πρόβατα να μπαίνουν στο μαντρί,
την ίδια ώρα, στην ίδια θέση, την ίδια βίδα,
στον ίδιο ρυθμό, χρόνια και χρόνια να βιδώνουν,
μέσα σ’ αυτές, τις φάμπρικες της μαύρης συμφοράς,
που τριγυρνά ελεύθερα ο θάνατος και η αρρώστια.

Το καλοκαίρι, η ζέστη είναι φριχτή, η εργατιά μέσ’ το καμίνι.
Ένα μπουκάλι παραμάσχαλα κρύο βραστό νερό κρατά.
Κι ο ιδρώτας λούζει το κορμί τους,
και το χειμώνα, το κρύο παγώνει τους αρμούς σου.
Τα δάχτυλά σου μελανά, ο πόνος παραλύει τη ψυχή σου.
Τα χείλη σου για ζεστασιά, τραγούδι λένε του θανάτου.
Και το μυαλό σου παγωμένο αργοκυλά
σε δρόμους μίσους τη ζωή σου.

Γράψτε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.